- τοπολογικός
- -ή, -ό, Ν1. μαθημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπολογία («τοπολογική ιδιότητα»)2. φρ. «τοπολογικός χώρος»μαθημ. ο χώρος μέσα στον οποίο έχει οριστεί μια τοπολογία.επίρρ...τοπολογικῶς και τοπολογικά1. με τον τρόπο τής τοπολογίας2. από την άποψη τής τοπολογίας.
Dictionary of Greek. 2013.