τοπολογικός

τοπολογικός
-ή, -ό, Ν
1. μαθημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπολογία («τοπολογική ιδιότητα»)
2. φρ. «τοπολογικός χώρος»
μαθημ. ο χώρος μέσα στον οποίο έχει οριστεί μια τοπολογία.
επίρρ...
τοπολογικῶς και τοπολογικά
1. με τον τρόπο τής τοπολογίας
2. από την άποψη τής τοπολογίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλότητα — η, Ν 1. το να είναι κάτι πολλαπλό 2. μαθημ. τοπολογικός χώρος εφοδιασμένος με μια οικογένεια συστημάτων τοπικών συντεταγμένων που σχετίζονται μεταξύ τους με μετασχηματισμούς συντεταγμένων οι οποίες ανήκουν σε μια ορισμένη κλάση 3. φυσ. η… …   Dictionary of Greek

  • τοπολογία — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά γενικά τους τόπους στην ευρύτερη έννοια, είτε αυτοί είναι επιφάνειες, χώροι, σχήματα, σώματα ή αντικείμενα, στη στατική και αμετάβλητη μορφή τους, είτε υπόκεινται σε δυναμικές μεταβολές του σχήματός τους,… …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματισμός (συνόλου) — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά ως συνώνυμος του όρου αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση (ένα προς ένα απεικόνιση) ενός συνόλου στον εαυτό του. Έστω I είναι ένα σύνολο (διαφορετικό από το κενό) και t ένας μετασχηματισμός του Ι. Τότε σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • μορφολογική ψυχολογία ή γκέσταλτ — (γερμ. Gestalt = μορφή). Θεωρία που γεννήθηκε στη Γερμανία (1912) από τη σχολή του Βερολίνου των Μαξ Βερτχάιμερ (1880 1943), Κουρτ Κόφκα και Βόλφγκανγκ Κέλερ. Κατά τη θεωρία αυτή, όλες οι λειτουργίες της σκέψης και της αντίληψης πρέπει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”